ρετρό

ρετρό
το Ν
άκλ. (σχετικά με τέχνη ή μόδα)
1. η επιστροφή σε στύλ ή σε τρόπους λίγο ή πολύ χρονικά απομακρυσμένους
2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή αυτή («τραγούδια ρετρό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. retro < λατ. retro «πίσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρετρό — το (λ. γαλλ.), επιστροφή στα παλιά: Φέτος είναι της μόδας οι ταινίες ρετρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”